Ένα ταξίδι, λίγο από Hangover και… όλοι για έναν και ένας για όλους

2014-12-01 16:03

Είναι μερικές στιγμές στην ζωή σου που ο κόσμος θαρρείς πως έχει τελειώσει. Είναι τότε που θέλεις να κλειστείς στο σπίτι σου και να μην δεις κανέναν μέχρι ο Ήλιος να ανατείλει από την Δύση. Έτσι έκανε και ο Παναγιώτης...

Μόλις είχε χωρίσει. «Σιγά», θα πεις τώρα εσύ, «ο πρώτος ή ο τελευταίος είναι»; Και δίκιο θα έχεις, δεν είναι, αλλά δεν είναι και λίγο, τρεις μήνες πριν τον γάμο να ακούς την γυναίκα σου σε σεξουαλικό ντελίριο με άλλον άνδρα. Θυμάμαι, σπίτι μου ήμασταν όλοι.

Θα βλέπαμε Breaking Bad και είχαμε προετοιμαστεί καταλλήλως. Ο Παναγιώτης είχε αργήσει αλλά έτσι έκανε συνήθως, οπότε εμείς λέγαμε τα δικά μας μέχρι να έρθει. Τελικά δεν το καταλάβαμε, πέρασε μία ώρα και χτυπά το κουδούνι. Του ανοίγουμε, μπαίνει μέσα και ξαπλώνει στο πάτωμα. Πάνω που πάμε να γελάσουμε τον βλέπουμε να βάζει τα κλάματα. Κοιταχτήκαμε.

Το περιστατικό ήταν διαβολικά απλό. Είχε βγει με τις φίλες της. Την παίρνει κάποια στιγμή τηλέφωνο να της πει πως δεν θα την περιμένει και πως θα πέσει για ύπνο. Δεν το σηκώνει. Κατά την προσφιλή του τακτική θα έπαιρνε άλλη μία φορά και εάν δεν το σήκωνε και τότε θα της έστελνε μήνυμα. Ξανακαλεί. Ένας χτύπος, δύο, και απαντά. Μιλά, μιλά ο Παναγιώτης, αλλά τίποτα από την άλλη γραμμή. Μάλλον όχι και τίποτα. Πολλά, πάρα πολλά. Στο βάθος λοιπόν, ακούει ήχους της αιώνιας ερωτικής πάλης των δύο φύλων. Και πολλά βρωμόλογα. Πολλά όμως.

«Ρε παιδιά, τόσα χρόνια είμαστε μαζί δεν την έχω ακούσει ποτέ να μιλάει έτσι», μάς έλεγε με όσες λέξεις μπορούσαν να ακουστούν μέσα από τα αναφιλητά του. Τι είχε γίνει; Το κινητό από την δόνηση κουνήθηκε μέσα στην τσάντα και πατήθηκε η «απάντηση». Αυτό ήταν. Δεν ήξερε με ποιον ήταν, πόσο καιρό γινόταν αυτό, ή γιατί γινόταν αυτό. Δεν έμαθε ποτέ.

Έβγαλε επί τόπου όλα της τα πράγματα έξω από το σπίτι και φώναξε κλειδαρά μέσα στην νύχτα για να της αποτρέψει την πρόσβαση στο σπίτι που είχαν νοικιάσει έξι μήνες πριν. Αυτή γύρισε τα ξημερώματα, πήγε να μπει, δεν μπορούσε, φώναζε όλο το βράδυ, ο Παναγιώτης δεν της ξαναμίλησε ποτέ.

Τον παρηγορήσαμε όσο μπορούσαμε. Του μιλήσαμε, του κάναμε εκπλήξεις αλλά τίποτα. Τέσσερις μήνες μετά  και ο φίλος μας δεν είχε ούτε συνέλθει, ούτε επανέλθει. Κάτι έπρεπε να κάνουμε. Κάτι δραστικό όμως πέρα από τα συνηθισμένα. Η παρέα κάθησε κάτω αλλά κανείς μας δεν μπορούσε να σκεφτεί. Ο Αλέξανδρος όμως είχε την λύση. «Θα πάμε ταξίδι» μάς είπε. «Πού» τον ρώτησα εγώ. «Στις γυναίκες» είπε με το σατανικό του χαμόγελο. Και στην συνέχεια μας εξήγησε το σχέδιό του.

Ο Παναγιώτης μόλις του ανακοινώσαμε την ιδέα (βασικά είχαμε κανονίσει  τα πάντα απλά του το ανακοινώσαμε) αρνήθηκε. «Δεν είμαι εγώ για ταξίδια» είπε και συμπλήρωσε πως «θέλει λίγο χρόνο ακόμα μόνος του». «Τι χρόνο ρε @#$$#, τέσσερις μήνες πέρασαν», είπαμε όλοι με μία φωνή.

Ήμασταν όμως αποφασισμένοι. Θα πηγαίναμε ο κόσμος να χαλάσει. Και χάλασε αφότου πήγαμε. Μπορεί το κεντρικό πρόσωπο στην συγκεκριμένη ιστορία να είναι ο Παναγιώτης, αλλά εγώ πήρα ένα μάθημα ζωής από αυτό το ταξίδι. Ένα μάθημα που μόνον οι φίλοι σου μπορούν να σου δώσουν.

Δέκα μέρες μετά λοιπόν βγαίνουμε από το αεροπλάνο και την σαγιονάρα μας στην Μπανγκόκ της Ταϋλάνδης… Τέσσερις διανυκτερεύσεις μόνο με το πήγαινε-έλα να καλύπτει απόσταση ίση με την περίμετρο του πλανήτη. Χαλάλι όμως. Κανείς μας δεν είχε ξαναπάει και επίσης έπρεπε να φέρουμε τον Παναγιώτη στα ίσα του.

Δεν καθυστερήσαμε, αφήσαμε τα πράγματα στο ξενοδοχείο πήραμε μερικές οδηγίες ασφαλείας από την ρεσεψιόν και βγήκαμε βόλτα στην πόλη. Φάγαμε, ήπιαμε και γυρίσαμε για ύπνο. Το βράδυ θα ήταν μεγάλο και έπρεπε να είμαστε ξεκούραστοι. Η αλλαγή ώρας; Δεν μας ένοιαζε. Αυτά θα τα σκεφτόμασταν στην Αθήνα ξανά.

Οι ημέρες μας πανομοιότυπες. Φαγητό και μπάνιο. Τα βράδια μας το ίδιο. Φαγητό και ποτό. Ζούσαμε στιγμές Hangover αλλά χωρίς καλάσνικοφ, ναρκωτικά και… τραβεστί.Το προτελευταίο βράδυ και ενώ έχουμε πιει λίγο παραπάνω (ευτυχώς κανείς από την παρέα δεν έπινε σαν τον Ορέστη Μακρή), έχουμε μείνει εγώ και ο Παναγιώτης. Οι άλλοι δύο κάπου είχαν χαθεί ανάμεσα στο πλήθος των γυναικών. Δεν μιλάμε πολύ απλώς συνεννοούμαστε με τα μάτια βλέποντας κάθε γυναίκα που περνούσε από μπροστά μας. Ορισμένες μας χαμογέλασαν κιόλας…

«Τι θα γίνει. Βρες μία από όλες αυτές που σε κοίταξαν, πέρασε το βράδυ σου, πες της τον πόνο σου στα ελληνικά κι ας μην σε καταλαβαίνει και πήγαινε ένα βήμα μπροστά», του είπα. Με κοίταξε και μου χαμογέλασε. «Έλα μιλάς σοβαρά», μου είπε…

«Τόσο λίγο με ξέρεις; Μην σε παρασέρνουν οι άλλοι. Ξέρεις τι τύπος είμαι. Την Έλενα θα την παντρευόμουν. Δεν θα την ξεχάσω με ένα one night stand. Μπορεί αυτή να μην με αγάπησε αλλά εγώ την αγάπησα και βαθειά. Κι ας έκανα λάθος. Όλα μέσα στην ζωή είναι. Το ταξίδι αυτό, αυτό μου έδειξε. Πως πρέπει να κοιτάμε μπροστά γιατί ο χρόνος μας σε αυτήν την γη είναι τόσο λίγος που δεν αξίζει να στενοχωριέσαι για πράγματα που πέρασαν, σε τραυμάτισαν αλλά δεν σε σκότωσαν», μου είπε. Ήθελα να του ανταπαντήσω αλλά δεν με άφησε.

«Ρε δεν καταλαβαίνεις; Δεν θέλω να ξανασχοληθώ μαζί της. Ούτε να την σκεφτώ. Πάμε μπροστά έχοντας ο ένας τον άλλον. ‘Όλοι για έναν και ένας για όλους’ δεν έλεγαν οι τρεις σωματοφύλακες; Ε εσείς μου αποδείξατε την φιλία σας στην χειρότερη στιγμή της ζωής μου. Έτσι και εγώ θα σας είμαι υπόχρεος από εδώ και εμπρός», είπε, χαμογέλασε και πήγε να γεμίσει τα ποτήρια μας.

Το νόημα ήταν απλό. Ήθελε –δεν περίμενε- μία κίνηση από εμάς. Να του προσφέρουμε κάτι που δεν έχει ξαναζήσει. Κάτι που θα τον έκανε να δει την ζωή από την γλυκειά πλευρά της. Και ο τρόπος που μου είπε πως είναι υποχρεωμένος με χαροποίησε που ήμουν μέρος αυτής της αλλαγής, αλλά συνάμα με έκανε να αισθανθώ πως του είμαι και εγώ υποχρεωμένος. Υποχρεωμένος να τον στηρίζω γιατί όλοι μας καταλάβαμε πως χωρίς αυτόν η παρέα κόβεται στα δυο.

 

Επαφή

Γιάννης Κανελλόπουλος giakanellopoulos@gmail.com